ανταίος

ανταίος
Μυθολογικό πρόσωπο.Γίγαντας, γιος του Ποσειδώνα και της Γαίας. Βασίλευε στη Λιβύη και προκαλούσε όσους ξένους έφταναν στο βασίλειό του να αγωνιστούν μαζί του (η λέξη ανταίος σημαίνει αντίπαλος). Τους νικούσε όμως όλους, επειδή μόλις έβλεπε πως ήταν έτοιμος να υποκύψει, ακουμπούσε στο χώμα, δηλαδή στη μητέρα του Γαία, απ’ όπου έπαιρνε νέα δύναμη. Σκότωνε έπειτα τους νικημένους αντιπάλους του και με τα κρανία τους κοσμούσε έναν ναό του Ποσειδώνα που είχε χτιστεί με το ίδιο υλικό. O Ηρακλής, όμως, κατόρθωσε να τον νικήσει και να τον πνίξει, αφού τον σήκωσε από το έδαφος και τον στέρησε έτσι από τη δύναμη που τον έκανε αήττητο. O Α. λατρευόταν και στην αρχαία Αίγυπτο, όπου υπήρχε ναός του χτισμένος στην Ανταιόπολη, στη δεξιά όχθη του Νείλου. O μύθος του όμως τον τοποθετούσε στη Μαυριτανία ή στη σημερινή πόλη Ταγγέρη (η αρχαία Τίγγις) του Μαρόκου. O μύθος του Α. έχει εμπνεύσει δραματικούς ποιητές (Φρύνιχος, Αριστίας) και καλλιτέχνες (τον αγγειογράφο Ευφρόνιο στο περίφημο αγγείο του που βρίσκεται στο Μουσείο του Λούβρου), καθώς παρουσιάζει από πολλές πλευρές ενδιαφέρον: με την ιδέα που θεωρεί τη γη πηγή μαγικής και ιερουργικής δύναμης, με τη συλλογή κρανίων που θυμίζει το κυνήγι κεφαλών με τελετουργικό χαρακτήρα σε ορισμένους πρωτόγονους λαούς και, τέλος, με την επανάληψη ενός διαδεδομένου θέματος, του τέρατος δηλαδή (σε μερικές περιπτώσεις προσωποποίηση του θανάτου) που προκαλεί και σκοτώνει τους περαστικούς. Ορειχάλκινο σύμπλεγμα του Αντόνιο Πολαϊόλο, που αναπαριστά τον Ηρακλή καθώς σκοτώνει τον Ανταίο, απομακρύνοντάς τον από τη Γη (Μουσείο Μπαργκέλο, Φλωρεντία· φωτ. Igda-Giancas).
* * *
ἀνταῑος, -α, -ον (Α) [άντα]
1. ο ακριβώς αντίθετος
2. (για πλήγματα) αυτός που καταφέρεται ίσια στο στήθος
3. φρ. «τἀνταῑα θεῶν
οι εχθρικές διαθέσεις των θεών
4. (επίθ. θεών) αυτός που εξευμενίζεται με ικεσία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ἀνταῖος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνταῖος — set over against masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ανταίος — ο κύρ. όνομα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνταῖον — ἀνταῖος set over against masc acc sg ἀνταῖος set over against neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνταῖα — ἀνταῖος set over against neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀνταῖον — Ἀνταῖος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀνταίοιο — Ἀνταῖος masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀνταίου — Ἀνταῖος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀνταίους — Ἀνταῖος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀνταίων — Ἀνταῖος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”